- τιτραίνω
- Αβλ. τετραίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετραίνω — και τιτραίνω και τιτράω και τίτρημι Α τρυπώ, διατρυπώ («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ter «τρίβω» που απαντά και με μονοσύλλαβη μορφή τερ (πρβλ. τείρω, λατ. tero) και με… … Dictionary of Greek
ευρύτρητος — εὐρύτρητος, ον (Α) αυτός που έχει ευρείες οπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τρητος (< τρητός τιτρώ / τετραίνω / τιτραίνω «τρυπώ»), πρβλ. εύ τρητος, πολύ τρητος] … Dictionary of Greek
νεότρητος — νεότρητος, ον (Α) νεότρωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τρητός (< τετραίνω / τιτραίνω «τρυπώ»), πρβλ. πολύ τρητος] … Dictionary of Greek
πάντρητος — ον, Α διάτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τρητός (< τετραίνω / τιτραίνω «τρυπώ»), πρβλ. πολύ τρητος] … Dictionary of Greek